Οι Μακεδόνες του Αρχοντικού Πέλλας



Pella Οι Μακεδόνες του Αρχοντικού Πέλλας
Χρυσοστόμου Αναστασία – Χρυσοστόμου Παύλος, δρ. αρχαιολόγοι

«Οι Μακεδόνες του Αρχοντικού Πέλλας: Η αλήθεια των πραγμάτων (με αφορμή την έκθεση των Μακεδονικών Θησαυρών, που εγκαινιάστηκαν την 5η Σεπτεμβρίου 2014 στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πέλλας)»


Ο αρχαίος οικισμός του Αρχοντικού Πέλλας με τη μορφή Τούμπας-Τράπεζας, που κατοικείται από την Αρχαιότερη Νεολιθική Περίοδο έως και τα υστεροβυζαντινά χρόνια, βρισκόταν κοντά στην Πέλλα και το μυχό του Θερμαϊκού κόλπου, σε απόσταση 10 χλμ. δυτικά του Αξιού και 36 χλμ. βόρεια των Αιγών. Υπήρξε «κεντρικός τόπος», που κυριάρχησε εξαιτίας των οικονομικών και των φυσικών πλεονεκτημάτων του, καθώς τα αγαθά και οι υπηρεσίες του ήταν απαραίτητα για τον πληθυσμό της ευρύτερης περιοχής. Πρώιμα απέκτησε το χαρακτήρα πόλης με την έννοια του αστικού κέντρου, αποτελώντας κατά τα αρχαϊκά χρόνια στρατηγική θέση για τον έλεγχο των κύριων οδικών αρτηριών της Κάτω Μακεδονίας και ορμητήριο της επέκτασης των Μακεδόνων με επικεφαλής τη δυναστεία των Τημενιδών. Εξαιτίας αυτής της προνομιακής του θέσης διαδραμάτισε επίσης σπουδαίο ρόλο, τόσο στο εισαγωγικό και στο εξαγωγικό εμπόριο, όσο και στις πολιτιστικές ανταλλαγές ανάμεσα στο Αιγαίο, τη μακεδονική ενδοχώρα και τα Βαλκάνια. Ενδεχομένως πρόκειται για την Τύρισσα, οικισμό με τα πολλά τυριά από τα αντίστοιχα κοπάδια ζώων -στη Βοττιαία, τη χώρα των βουκόλων (των βοσκών μεγάλων ζώων)-, που αναφέρεται ως πόλη ανάμεσα στην Κύρρο και την Πέλλα [Plinius, Historia Naturalis, 34: «intus Aloritae, Vallaei, Phylacaei, Kyrrestae, Tyrissaei (Thyresei, cod. Leid.), Pella colonia». Κλαύδιος Πτολεμαίος, ΙΙΙ, 12, 36: «Ἠμαθίας (πόλεις) Εὐρωπός, Τύρισσα, Σκύδρα, Μίεζα, Κύρρος, Ἰδομένη, Γορδυνία, Ἒδεσσα, Βέροια, Αἰγαία, Πέλλα»].
Το δυτικό νεκροταφείο του οικισμού, που αποδείχθηκε ότι είναι το μεγαλύτερο και το σημαντικότερο από τα υπόλοιπα, βρίσκεται σε απόσταση 1 χλμ. από αυτόν, καταλαμβάνοντας έκταση 200 περίπου στρεμμάτων, τόσο στο «Λόφο 69», όσο και στις ανατολικές υπώρειες του δυτικότερου, ψηλότερου λόφου. Οι ταφές που ερευνήθηκαν στην περίοδο 2000-2010 σε έξι όμορα αγροτεμάχια και σε έκταση έντεκα στρεμμάτων περίπου (5% περίπου του νεκροταφείου) ανέρχονται στις 1001 και χρονολογούνται από την ύστερη εποχή του σιδήρου (β΄ μισό του 7ου αι. π.Χ.) έως και το 279 π.Χ., έτος εισβολής των Γαλατών στη Μακεδονία. Από αυτές οι 260 είναι της ύστερης εποχής του σιδήρου (β΄ μισό του 7ουαι.-580 π.Χ.), οι 474 των αρχαϊκών χρόνων (580-480 π.Χ.), οι 261 των κλασικών και των πρώιμων ελληνιστικών χρόνων (480-279 π.Χ.), ενώ άλλες 6 κατατάσσονται στις αδιάγνωστες. Οι νεκροί συνήθως ενταφιάζονται σε ύπτια θέση (οι γυναίκες με την κεφαλή στα ανατολικά, στα βόρεια ή στα νότια, ποτέ στα δυτικά, ενώ οι άνδρες με την κεφαλή στα δυτικά, στα βόρεια ή στα νότια, ποτέ στα ανατολικά) σε ξύλινες σαρκοφάγους, τοποθετημένες σε λακκοειδείς τάφους. Οι καύσεις είναι περιορισμένες, όπως αντίστοιχα είναι περιορισμένες και οι αντίστοιχες αρχαϊκές ταφές των Αιγών. Το μέγεθος των τάφων αποτελεί συνάρτηση του ρόλου, του πλούτου και της ηλικίας του κατόχου τους.
Σημαντικός αριθμός έχει μνημειακές διαστάσεις με αναβαθμούς στη μια μακριά πλευρά για τη διευκόλυνση της κατάβασης της σαρκοφάγου στο δάπεδο του τάφου. Σε αρκετούς μνημειακούς τάφους το δάπεδό τους είναι στρωμένο με κροκάλες και η σαρκοφάγος προστατεύεται με φράγμα λίθων και κροκαλών. Ο προσανατολισμός, τα κτερίσματα και τα σκελετικά κατάλοιπα επέτρεψαν να προχωρήσουμε σε ανθρωπολογικά συμπεράσματα ως προς το φύλο, τη σωματική διάπλαση (ψηλός και εύρωστος πληθυσμός), την ηλικία και την παθολογία των νεκρών. Η πολυάριθμη κτέριση συναντάται τόσο στις ταφές των ενήλικων ατόμων, όσο και σε αυτές των ατόμων νεαρής ηλικίας, που συνοδεύονταν με κτερίσματα, τα οποία συμβόλιζαν την ιδεώδη κοινωνική τους ταυτότητα. Η κοινότητα απέδιδε ιδιαίτερη σημασία στην πράξη της ταφής, αποσύροντας μεγάλο αριθμό αντικείμενων εξειδικευμένης παραγωγής και αξίας στους τάφους. Από την ποικιλία, τη ποιότητα και τον πλούτο των κτερισμάτων, που δεν διαφοροποιούνται ανάμεσα στις ανδρικές και στις γυναικείες ταφές, συνάγεται η ύπαρξη κοινωνικής διαστρωμάτωσης.
Στη βάση της δυτικής πλαγιάς του «Λόφου 69» του οργανωμένου ήδη από την ύστερη εποχή του σιδήρου (β΄ μισό του 7ου αι. π.Χ.) νεκροταφείου διαπιστώθηκαν δύο πλατείς δρόμοι που διασταυρώνονται χιαστί, διαχωρίζοντάς το σε τέσσερις τομείς, όπου οι κάτοικοι του οικισμού ενταφιάζονταν κατά οικογένειες, πατριές και γένη. Η πλειονότητα των συστάδων περιέχει ταφές, που καλύπτουν όλες τις εποχές χρήσης του νεκροταφείου. Στα βόρεια της διασταύρωσης των δρόμων, όπου βρισκόταν σε θέση επιφανή ο τομέας Ι, ερευνήθηκαν οικογενειακές συστάδες τάφων, που ανήκαν στo σημαντικότερο ηγετικό γένος του Αρχοντικού. Ο κοινωνικός διαχωρισμός της ηγετικής τάξης απέκτησε χωροταξική διάσταση με την οποία υποδηλώνεται η επιθυμία συγκεκριμένων οικογενειών να διακρίνουν τη θέση τους στο χώρο από εκείνη των υπόλοιπων. Τάφοι άλλων γενών ήρθαν στο φως στους υπόλοιπους τομείς του νεκροταφείου, που ορίζονται από τους παραπάνω δρόμους (νότιος τομέας ΙΙ, δυτικός τομέας ΙΙΙ και ανατολικός τομέας ΙV).
Σύμφωνα με τα έθιμα των Μακεδόνων, ο νεκρός θάβεται με τα προσωπικά του κοσμήματα και αντικείμενα, όσο πολύτιμα και αν είναι, αλλά και με άλλα κτερίσματα που αποτελούν σύμβολα κύρους-υπεροχής (symbols of excellence), που παραπέμπουν σε δοξασίες για την ύπαρξη μιας άλλης μετά θάνατον ζωής ως ανταμοιβή των άξιων, των ενάρετων, των δίκαιων και των μυστών. Οι ταφές σε μνημειακούς λακκοειδείς τάφους με πλούσια κτερίσματα ως μαρτύρια αριστείας των πολεμιστών της αριστοκρατίας χαρακτηρίζονται ως ηρωϊκές, με τις οποίες ο νεκρός που σκοτώθηκε στον πόλεμο («εν προμάχοισι πεσών»), πολλές φορές νέος, «διεκδικούσε» τη φήμη «ανδρός έξοχ’ αρίστου». Η πλούσια κτέριση είναι ανάλογη της σημαίνουσας θέσης του νεκρού (λόγω πλούτου, εξουσίας, αλκής, αρετής κτλ.) και της απειλής, που δέχεται η κοινωνική ομάδα από την απώλειά του. Η έμφαση στις ταφές με ηρωικό χαρακτήρα αντανακλά πραγματικούς ανταγωνισμούς για δύναμη και κυριαρχία στην πορεία κατοχύρωσης εδαφικών κτήσεων και συγκρότησης εσωτερικών κοινωνικών δομών. Τα όπλα (κράνη, ασπίδες, ξίφη, μάχαιρες και μαχαίρια), τα κοσμήματα, τα χρυσά και αργυρά ελάσματα και τα υπόλοιπα κτερίσματα (πήλινα, γυάλινα, φαγεντιανά, χάλκινα, αργυρά αγγεία και σκεύη, πήλινα και φαγεντιανά πλαστικά αγγεία και ειδώλια, σιδερένια ομοιώματα αγροτικών αμαξών, καθισμάτων, μαχαιριών, κρατευτών και οβελών) συνιστούν τεκμήρια υψηλού βιοτικού επιπέδου και προσωπικού-κοινωνικού κύρους, υπογραμμίζοντας τον πλούτο και τον ηγετικό ρόλο ορισμένων οικογενειών, που έχοντας προνομιακή πρόσβαση στην πολιτική εξουσία, ήλεγχαν και ρύθμιζαν την ανταλλαγή των αγαθών στην επικράτειά τους, αλλά και ευρύτερα, εξασκώντας ένας είδος οικονομικής εξουσίας ικανής να αποδώσει πλούσια αγαθά πολιτισμού. Η διακίνηση των προϊόντων από ξένους εμπόρους και η απόκτηση με δώρα της εύνοιας του τοπικού βασιλιά ή του ηγεμόνα και των αριστοκρατών, αποτελούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την προώθησης των εμπορικών σχέσεων. Οι εξέχουσες αυτές οικογένειες, που μοιράζονταν την πολιτική εξουσία, συνδέονταν επίσης μεταξύ τους με δεσμούς συγγένειας και αγχιστείας μέσω επιγαμιών. Ο συνδυασμός της πολιτικής και της θρησκευτικής αρχής στο πρόσωπο των ηγετών και των συζύγων τους έχει επισημανθεί και φαίνεται να ισχύει ευρύτατα στην αρχαιότητα, από τα βασιλικά και αριστοκρατικά πολιτεύματα μέχρι τη δημοκρατική Αθήνα. Η ηρωική κοσμοαντίληψη χαρακτηρίζει τις αρχηγικές κοινωνικές ομάδες ή τοπαρχίες. Ο θεσμός της βασιλείας και η άσκηση της εξουσίας από τις αριστοκρατικές οικογένειες, που συγκροτούσαν το κύριο στρατιωτικό σώμα και που επιθυμούσαν διακαώς την προβολή τους, την αύξηση του γοήτρου και της δύναμής τους, χαρακτηρίζουν κατά τα αρχαϊκά χρόνια τον τρόπο διακυβέρνησης των Μακεδόνων, αλλά και των γειτονικών φύλων (Θεσσαλών, Ηπειρωτών, Ιλλυριών, Παιόνων, Θρακών κτλ.).
Τα σύνολα των χρυσών και σπάνια αργυρών επίχρυσων ελασμάτων των αρχαϊκών χρόνων, που βρέθηκαν στο δυτικό νεκροταφείο του οικισμού, είναι πολυάριθμα και εντυπωσιακά. Οι χρυσές μάσκες, που προέρχονται από ανδρικές και γυναικείες ταφές της 4ης κατηγορίας, ανέρχονται στις εφτά. Πρόκειται για τρεις γυναικείες ( Τ 198, Τ 262 και Τ 458) και τέσσερις ανδρικές (Τ 145, Τ 279, Τ 280 και Τ 692), ενώ μια ακόμα θα υπήρχε στο συλημένο τάφο του πολεμιστή Τ 258Α. Άλλα δύο ορθογώνια ελάσματα, ένα αργυρό επίχρυσο (Τ 505) και ένα χρυσό (Τ 131) είχαν χρησιμοποιηθεί αντί για μάσκες για να καλύψουν το πρόσωπο του νεκρού.
Τα ελάσματα του Αρχοντικού, που είναι ειδικά κατασκευασμένα για ταφική χρήση, συναντώνται στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις, δηλαδή στους πολεμιστές και τις δέσποινες της τρίτης και της τέταρτης κατηγορίας. Ο μεγάλος αριθμός τους, η ποικιλομορφία τους, ο πλούτος και η ποιότητα της έκτυπης (έκρουστης) κυρίως διακόσμησής τους μαρτυρούν μια μακρόχρονη διακριτή εργαστηριακή δραστηριότητα στο χώρο αυτό. Τα μοτίβα στην πλειονότητά τους διαφέρουν από τις αντίστοιχες γνωστές ολιγάριθμες ομάδες, που βρέθηκαν στα αρχαϊκά νεκροταφεία της Σίνδου, των Αιγών, της Αιανής και του Τρεμπένιστε-Αχρίδας. Από τις τεχνοτροπικές ιδιαιτερότητες και τη θεματολογία των ελασμάτων συνάγεται ότι η πλειονότητα των τεχνιτών-χρυσοχόων ήταν ντόπιοι, που μαθήτευσαν σε εργαστήρια του βορειοελλαδικού χώρου, δεκτικοί σε επιρροές από τα μεγάλα καλλιτεχνικά κέντρα της Ιωνίας, της Κορίνθου, της Κάτω Ιταλίας κτλ., περιοχές με τις οποίες οι Μακεδόνες είχαν στενές εμπορικές σχέσεις, όπως συνάγεται και από το πλήθος των πήλινων αγγείων, πήλινων και φαγεντιανών ειδωλίων και πλαστικών αγγείων, που προέρχονται κυρίως από την Ιωνία, την Αθήνα και την Κόρινθο. Οι ντόπιοι τεχνίτες υιοθετούσαν κοινούς τύπους και μοτίβα, η απόδοση των οποίων υπήρξε ανάλογη με το βαθμό αφομοίωσης των καλλιτεχνικών ρευμάτων και σε συνδυασμό με τις τοπικές ιδιομορφίες και καλλιτεχνικές παραδόσεις. Άλλωστε, η Μακεδονία υπήρξε περιφερειακό κέντρο, όπου δρούσαν κατά τα αρχαϊκά χρόνια πολλοί ξένοι τεχνίτες-χρυσοχόοι, όπως συνέβαινε και με άλλους περιοδεύοντες τεχνίτες (κεραμείς, κοροπλάστες, τορευτές, χαλκείς-σιδηρουργούς, οπλουργούς κτλ.).
Τα ελάσματα προσώπου (διαδήματα, εποφθάλμια, επιστόμια και προσωπεία-μάσκες) διακοσμούνται με φυτικά και γεωμετρικά θέματα, ζώα και αστρικά σύμβολα. Οι συνθέσεις αποδίδουν με αφαιρετικό τρόπο εικόνες από έναν ιδεατό, παραδείσιο κόσμο όπου ο νεκρός θα βρει αιώνια γαλήνη και ανάπαυση. Η παρουσία τους υποδηλώνει το θρίαμβο της φύσης πάνω στο θάνατο με την αναγέννηση της ζωής, την παρήγορη ελπίδα για την αθανασία της ανθρώπινης ύπαρξης, μια βαθύτερη φιλοσοφία, που αναφέρεται στη σχέση της ζωής του ανθρώπου με τη γονιμότητα της φύσης, τη γέννηση, την ακμή και το θάνατο, το μαρασμό και την αναγέννησή της. Όπως έχει επισημανθεί, η γεωγραφική και χρονική εξάπλωση των επιστομίων, των μασκών και των άλλων ελασμάτων αποκαλύπτει από μια άλλη οπτική γωνία την προαιώνια αγωνία του ανθρώπου για τη φθορά και τη βαθιά πίστη του στην ύπαρξη μιας άλλης μετά θάνατο ζωής. Τα χρυσά επιστόμια δεν μπορεί να είχαν διαφορετικό προορισμό από αυτόν, που είχαν οι μάσκες και τα ελάσματα που κάλυπταν τα μάτια. Οι πολεμιστές και οι δέσποινες με τα χρυσά ελάσματα προσώπου, όπως πιστοποιείται και από το πλήθος, την ποιότητα και το συμβολισμό των κοσμημάτων τους, καθώς και των άλλων ελασμάτων και των κτερισμάτων τους, υπήρξαν πρόσωπα υψηλού κύρους με ξεχωριστό ρόλο και θέση στην κοινωνία του Αρχοντικού, μέλη ισχυρών γενών της τοπικής αριστοκρατίας, κάτοχοι ιερατικών ή άλλων αξιωμάτων, και κατά συνέπεια φορείς πολιτισμικών και ιδεολογικών στοιχείων.
Οι μάσκες, τα επιστόμια, τα εποφθάλμια και τα άλλα ελάσματα για την κάλυψη των χεριών, ενδυμάτων, των υποδημάτων κτλ. αποτελούν προσπάθεια διαφύλαξης του σώματος από την αποσύνθεση. Το έθιμο συσχετίζεται με την πίστη στην προστατευτική δύναμη του χρυσού, που λόγω της αφθαρσίας του είχε από πολύ νωρίς συνδεθεί με την έννοια της αθανασίας και της αιωνιότητας. Οι παραστάσεις μυθικών όντων (σφιγγών, γοργόνειου), δελφινιών, άγριων ζώων, πουλιών, δένδρων, φυτικών και γεωμετρικών μοτίβων, καθώς και αστρικών συμβόλων, που διακοσμούν τα χρυσά ελάσματα περιέχουν κοσμολογικό περιεχόμενο, θρησκευτικό συμβολισμό και μεταθανάτιες αντιλήψεις. Υποδηλώνουν τη γονιμότητα και την ακμή της φύσης, το μαρασμό και το θάνατό της, αλλά και την αναγέννησή της. Συμπυκνώνουν δηλαδή την ιδέα του περάσματος της ψυχής από την παρούσα ζωή στην Άλλη Ζωή.
Από τα αστρικά σύμβολα ξεχωρίζει το άστρο Ήλιος, που στον ιδρυτικό μύθο της μακεδονικής δυναστείας των Τημενιδών συνδυάζεται με τη Γη. Το φως του αποτελεί το σύμβολο της βασιλικής εξουσίας, που με την εξυπνάδα του απέκτησε ο Περδίκκας, αντλώντας το τρεις φορές από το έδαφος που φώτιζε ο ΄Ηλιος (Ηρόδοτος, 8.137-139). Αυτό το ηλιακό σύμβολο θα του χαρίσει τελικά τη γη της Μακεδονίας και την αρχή (βασιλεία) με την ίδρυση της δυναστείας των Τημενιδών στις Αιγές, την παλαιά πρωτεύουσα της Μακεδονίας. Με την απεικόνιση των αστρικών συμβόλων στα χρυσά ελάσματα τονιζόταν όχι μόνο η ιδιαίτερη πολιτική και θρησκευτική σημασία τους για τους Μακεδόνες, αλλά και η εξέχουσα κοινωνική θέση του νεκρού. Η χρήση των αστρικών συμβόλων στην αρχαία ελληνική τέχνη, που είναι σχετικά διαδεδομένη, συνδέεται με παλαιότερες λατρείες, που εν μέρει συγχωνεύτηκαν ή υποχώρησαν με το ελληνικό δωδεκάθεο. Στη Μακεδονία λόγω της συντηρητικής κοινωνίας της και της ύπαρξης ανάλογων λατρειών στις γειτονικές περιοχές (Παιονία και Θράκη) διατηρήθηκαν πιο έντονες αυτές οι λατρείες, που ενισχύθηκαν μετά την εκστρατεία στην Ανατολή, σε μια εποχή που ήδη σε φιλοσοφικά και θεολογικά έργα έχουν εκφραστεί απόψεις για τη λατρεία του Ήλιου και των αστεριών. Η σύνδεση του άστρου με την αποθέωση, δηλαδή την εξύψωση των θνητών στη σφίρα των αθανάτων, το καθιστούσε αγαπητό και κατάλληλο θέμα στη διακόσμηση των χρυσών ελασμάτων.
Η πολυτέλεια των χρυσών και αργυρών επίχρυσων ελασμάτων προσώπου αποτελούσαν ένδειξη γοήτρου των ανώτερων κοινωνικών τάξεων μιας κοινωνίας, που διαχειριζόταν και επεξεργαζόταν το χρυσό. Εφόσον τα τμήματα του πληθυσμού που συμμετείχαν σε αυτήν τη διαδικασία αυξήθηκαν, προέκυψε και η αύξηση της ευμάρειας και της κοινωνικής τους ισχύος, και δημιουργήθηκαν οι συνθήκες σαφέστερης κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Απώτερος στόχος της κατασκευής τέτοιων ελασμάτων ήταν η υποβολή στα μέλη της κοινότητας αισθημάτων σεβασμού και υποταγής στην τοπική αριστοκρατία και κατ’ επέκταση στην προσπάθεια παγίωσης του θεσμού της κληρονομικής βασιλείας και την εδραίωση της θέσης των διαδόχων της. Ο προπαγανδιστικός σκοπός της ηρωοποίησης-αποθέωσης των βασιλέων-ηγεμόνων και της αριστοκρατίας επιδιώχθηκε εκτός των άλλων με τη θρησκευτική, την τελετουργική και τη συμβολική εικονογραφία των ελασμάτων αυτών (ως φορέων της ιδεολογίας απέναντι στο θάνατο), που αναπτύσσονται πάνω σε περιορισμένη επιφάνεια. Τα θέματα αυτά αναμορφώνονταν και προσαρμόζονταν κάθε φορά με τις θρησκευτικές αντιλήψεις της εποχής και τις απαιτήσεις των παραγγελιοδόχων. Οι τεχνίτες-χρυσοχόοι με τα θέματα αυτά ενίσχυαν την αίγλη συγκεκριμένων προσώπων και θεσμών.
Οι παλαιότερες γνωστές μάσκες των αρχαϊκών χρόνων, όπως και τα υποκατάστατά τους με εποφθάλμια και επιστόμια, προέρχονται από το Αρχοντικό. Χρονολογούνται δηλαδή στην περίοδο 560-40 π.Χ. και προηγούνται των άλλων που έχουν βρεθεί στην περιοχή βόρεια της λίμνης Λυχνιδού, στη Σίνδο και αλλού (μετά το 540 π.Χ.). Κατά συνέπεια, όπως έχει ήδη υποστηριχθεί από την έρευνα, το έθιμο της χρυσής νεκρικής μάσκας ξεκίνησε σε μακεδονικό έδαφος και η υιοθέτησή της αποτελεί μέρος μιας προσπάθειας των Μακεδόνων, προκειμένου να συνδεθούν με το προδωρικό παρελθόν της Αργολίδας, που ενίσχυε και τον ισχυρισμό της καταγωγής των Τημενιδών από τους Δωριείς της περιοχής αυτής. Αυτή η προσπάθεια εξυπηρέτησε πολλαπλά τη μακεδονική δυναστεία, επέτρεψε να μονοπωλούν το δικαίωμα στο μακεδονικό θρόνο μόνο οι καταγόμενοι από τον Ηρακλή Τημενίδες, τονίζοντας με κάθε μέσο τις συγγενικές σχέσεις με τον ισχυρό δωρικό κόσμο της Πελοποννήσου, αλλά και την ελληνική καταγωγή τους από τον Ηρακλή και επιβάλλοντας την υπεροχή και την ισχύ τους όχι μόνο στους Μακεδόνες, αλλά και στους αλλόφυλους πληθυσμούς και στις ανεξάρτητες αποικιακές ελληνικές πόλεις της ευρύτερης περιοχής. Με τη διαδικασία της διάχυσης του εθίμου της χρήσης της μάσκας ως αποτέλεσμα αλληλεπίδρασης υιοθετήθηκε και από άλλους γειτονικούς μακεδονικούς ή ελληνικούς πληθυσμούς, αλλά και τοπικά φύλα του ευρύτερου μακεδονικού χώρου. Υπήρξε το αποτέλεσμα της προσπάθειας των διαφόρων γειτονικών τοπικών αριστοκρατιών να χειραγωγήσουν τα δίκτυα ανταλλαγών προς όφελός τους, και, αποκτώντας το δικό τους «διεθνές πνεύμα», να υιοθετήσουν τα σύμβολα κύρους που χρησιμοποιούσαν ήδη οι Μακεδόνες.
Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη (2.99.3-6: τὴν δὲ παρὰ θάλασσαν νῦν Μακεδονίαν Ἀλέξανδρος ὁ Περδίκκου πατὴρ καὶ οἱ πρόγονοι αὐτοῦ, Τημενίδαι τὸ ἀρχαῖον ὄντες ἐξ Ἄργους, πρῶτοι ἐκτήσαντο καὶ ἐβασίλευσαν ἀναστήσαντες μάχῃ ἐκ μὲν Πιερίας Πίερας, οἱ ὕστερον ὑπὸ τὸ Παγγαῖον πέραν Στρυμόνος ᾤκησαν Φάγρητα καὶ ἄλλα χωρία (καὶ ἔτι καὶ νῦν Πιερικός κόλπος καλεῖται ἡ ὑπὸ τῷ Παγγαίῳ πρὸς θάλασσαν γῆ), ἐκ δὲ τῆς Βοττίας καλουμένης Βοττιαίους, οἳ νῦν ὅμοροι Χαλκιδέων οἰκοῦσιν΄ τῆς δὲ Παιονίας παρὰ τὸν Ἀξιὸν ποταμὸν στενὴν τινα καθήκουσαν ἄνωθεν μέχρι Πέλλης καὶ θαλάσσης ἐκτήσαντο, καὶ πέραν τοῦ Ἀξιοῦ μέχρι Στρυμόνος ἐξελάσαντες νέμονται΄ ἀνέστησαν δὲ καὶ ἐκ τῆς νῦν Ἐορδίας καλουμένης Ἐορδούς ᾧν οἱ μὲν πολλοί ἐφθάρησαν, βραχύ δὲ τι αὐτῶν περί Φύσκαν κατῴκηται, καὶ ἐξ Ἀλμωπίας Άλμωπας. ἐκράτησαν δὲ καὶ τῶν ἄλλων ἐθνῶν οἱ Μακεδόνες οὗτοι, ἃ καὶ νῦν ἔτι ἔχουσι, τὸν δὲ Ἀνθεμοῦντα καὶ Γρηστωνίαν καὶ Βισαλτίαν καὶ Μακεδόνων αὐτῶν πολλήν. τὸ δε ξύμπαν Μακεδονία καλεῖται, ….), οι Μακεδόνες κατέλαβαν σταδιακά την πεδινή Μακεδονία (τήν παρὰ θάλασσαν Μακεδονίαν). Πρώτα την Πιερία, αφού νίκησαν και ανάγκασαν τους Πίερες να μετακινηθούν (ἀναστήσαντες μάχῃ) ανατολικά του Στρυμόνα. Στη συνέχεια κατέκτησαν τη Βοττιαία, αφού νίκησαν και ανάγκασαν επίσης τους Βοττιαίους να μετακινηθούν στην κεντρική Χαλκιδική. Σε ένα επόμενο στάδιο κατέκτησαν το κάτω τμήμα της Παιονίας, που βρισκόταν στα δυτικά του Αξιού έως την Πέλλα και τη θάλασσα, καθώς και στα ανατολικά του Αξιού μέχρι τον Στρυμόνα εκδιώκοντας (ἐξελάσαντες) τους Παίονες. Στη συνέχεια αποδεκάτισαν τους Εορδαίους και τους ανάγκασαν να μετακινηθούν (ἀνέστησαν) από την Εορδαία στα ανατολικά του Αξιού, ενώ σε ένα επόμενο στάδιο ανάγκασαν τους Άλμωπες επίσης να μετακινηθούν από την Αλμωπία.
H εκδίωξη των Εορδαίων είχε γίνει ήδη μετά στις αρχές του 6ου αι. π.Χ., δηλαδή στα χρόνια της βασιλείας του Αερόπου, όπως συνάγεται από τις τελευταίες ανασκαφικές έρευνες του Πανίκου Χρυσοστόμου στο μεγάλο νεκροταφείο των τύμβων, το σημαντικότερο των Εορδαίων, στον Άγιο Παντελεήμονα Αμυνταίου Φλώρινας (βόρειο τμήμα της Εορδαίας), που σταμάτησε τη λειτουργία του μετά τις αρχές του 6ου αι. π.Χ. Τα κτερίσματα των μνημειακών κιβωτιόσχημων τάφων των τύμβων εντάσσονται στην εποχή του σιδήρου, ενώ μόνο στο σημαντικότερο από τους μνημειακούς κιβωτιόσχημους τάφους του μεγαλύτερου τύμβου του νεκροταφείου βρέθηκαν μια ελεφαντοστέινη οκτώσχημη πόρπη και ένα γκρίζο εξάλειπτρο, που χρονολογούνται στις αρχές του 6ου αι. π.Χ. Οι περισσότεροι από τους Εορδαίους εξωντώθηκαν (ὲφθάρησαν), ενώ μικρό μέρος τους που γλύτωσε εγκαταστάθηκε στα ανατολικά του Αξιού, στη Φύσκα, Φύσκο ή Φίσκαι (Θουκυδίδης, 2.99.5). Αν ο αποδεκατισμός και η μετακίνηση των υπόλοιπων Εορδαίων έγινε λίγο μετά τις αρχές του 6ου αι. π.Χ., τότε η εκδίωξη των Παιόνων από την περιοχή που βρισκόταν στα δυτικά του Αξιού έως την Πέλλα και τη θάλασσα, καθώς και στα ανατολικά του Αξιού έως τον Στρυμόνα θα πρέπει να είχε συμβεί πριν από αυτό το χρονολογικό όριο. Άλλωστε, ο Θουκυδίδης εντάσσει το γεγονός αυτό πριν από την εκδίωξη των Εορδαίων και των Αλμώπων.
Η επέκταση των Μακεδόνων και η κατάληψη της Βοττιαίας τοποθετείται από την πλειονότητα των ερευνητών σε ένα πρώιμο στάδιο, από το τέλος του 8ου έως γύρω στο 600 π.Χ. (Robinson, Edson, Hammond, Βοκοτοπούλου, Τιβέριος, Αδάμ-Βελένη, Τσιγαρίδα, Μάλλιος, Mari, Zahrnt και άλλοι). Η διατυπωθείσα άποψη από ορισμένους ερευνητές (Edsοn, Hammond, Hatzopoulos, Τουράτσογλου, Κοτταρίδη και άλλους), ότι ο Αμύντας Α΄ ή ο γιός του Αλέξανδρος Α΄ ήταν αυτοί που επέκτειναν το βασίλειο έως το Πάικο και τον Αξιό δεν μπορεί να ισχύει, καθώς τα αρχαιολογικά δεδομένα του δυτικού νεκροταφείου του Αρχοντικού, οικισμού που βρίσκεται κοντά στην Πέλλα και τον Αξιό, οδηγούν σε άλλο συμπέρασμα. Η πλειονότητα των ταφικών συστάδων του νεκροταφείου περιλαμβάνουν διαχρονικές ανδρικές, γυναικείες και παιδικές ταφές, που χρονολογούνται από την ΥΕΣ (β΄ μισό του 7ου αι. π.Χ.) έως και την εισβολή των Γαλατών (279 π.Χ.), δεδομένο από το οποίο συνάγεται ότι οι κάτοικοι του οικισμού Αρχοντικού θάβονταν κατά οικογένειες, πατριές και γένη. Αυτός ο πληθυσμός δεν μπορεί να είναι άλλος εκτός από τους Μακεδόνες, που εγκαταστάθηκαν στη βόρεια Βοττιαία ήδη από την ύστερη εποχή του σιδήρου και έκτοτε κατείχαν την περιοχή.
Η παραπάνω άποψη βασιζόταν στο κενό της ανασκαφικής έρευνας και στο δεδομένο ότι τα υστεροαρχαϊκά αργυρά νομίσματα των Ιχνών κόβονταν από την πόλη που βρίσκεται κοντά στην Πέλλα και στη δυτική όχθη του Αξιού, ανάμεσα στα σημερικά Κουφάλια και τη Χαλκηδόνα. Οι πρόσφατες όμως νομισματικές και τοπογραφικές έρευνες έχουν αναμφίβολα αποδείξει ότι η παιονική πόλη των Ιχναίων, που έκοβε αργυρά νομίσματα κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του 5ου αι. π.Χ., βρίσκεται στα ανατολικά του Στρυμόνα. Μάλιστα πρόκειται για τους ίδιους Ιχναίους Παίονες, που είχαν εκδιωχθεί από τους Μακεδόνες από την ομώνυμες Ίχνες της Κάτω Παιονίας, στα δυτικά του Αξιού.
Ο Θουκυδίδης μας ξεκαθαρίζει ότι οι Μακεδόνες εν μέρει εξόντωσαν και εκδίωξαν όλα τα άλλα έθνη (φύλα) που κατοικούσαν στα δυτικά του Αξιού, χωρίς να ενσωματώσουν κάποιο τμήμα του πληθυσμού τους, όπως λανθασμένα έχει υποστηριχθεί πρόσφατα για τους Βοττιαίους από την Κοτταρίδου στο πλαίσιο της Έκθεσης «των Μακεδονικών Θησαυρών» στον όροφο του Μουσείου Πέλλας (εγκαινιάστηκε την 5η Σεπτεμβρίου 2014). Αυτό έρχεται σε πλήρη αντίθεση, τόσο με την παραπάνω μαρτυρία του Θουκυδίδη, όσο και με αυτά που έχουν υποστηρίξει οι ερευνητές του νεκροταφείου του Αρχοντικού κατά τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια (2000-2014) στις ανασκαφικές εκθέσεις και τις μελέτες τους (βλ. συνημμένο κατάλογο δημοσιευμάτων).
Όλοι οι ερευνητές, που ασχολήθηκαν έως τώρα με τη Μακεδονία, έχουν υποστηρίξει ότι ο πυρήνας του μακεδονικού κράτους με αμιγή μακεδονικό πληθυσμό βρισκόταν στα δυτικά του Αξιού, ενώ όλα τα άλλα έθνη (κυρίως παιονικά, θρακικά κτλ.), αλλά και οι ελληνικοί αποικιακοί πληθυσμοί που κατοικούσαν στα ανατολικά του ποταμού δεν εκδιώχθηκαν (με εξαίρεση ενδεχομένως κάποιες ηγετικές-στρατιωτικές ομάδες), αλλά συνυπήρξαν με τους Μακεδόνες, που εγκατέστησαν οι Μακεδόνες βασιλείς σε πόλεις και κώμες για να ελέγχουν τις Νέες Χώρες.
Η πρώιμη επέκταση των Μακεδόνων στα ανατολικά του Αξιού δεν ανιχνεύεται προς το παρόν αρχαιολογικά παρόλη τη μαρτυρία του Θουκυδίδη (2.99.4: τῆς δὲ Παιονίας παρὰ τὸν Ἀξιὸν ποταμὸν στενὴν τινα καθήκουσαν ἄνωθεν μέχρι Πέλλης καὶ θαλάσσης ἐκτήσαντο, καὶ πέραν τοῦ Ἀξιοῦ μέχρι Στρυμόνος ἐξελάσαντες νέμονται΄). Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (5.17.2), οι πρέσβεις των Περσών μόλις πέρασαν το όρος Δύσωρον βρέθηκαν στη Μακεδονία, δεδομένο που φανερώνει ότι στα χρόνια αυτά η Αμφαξίτιδα (περιοχή στα ανατολικά του Αξιού) ανήκε στο μακεδονικό βασίλειο. Είναι επίσης σημαντική η πληροφορία, ότι οι Μακεδόνες ήδη πριν από το τέλος του 6ου αι. π.Χ. κατείχαν τον Ανθεμούντα, αφού τότε ο Αμύντας Α΄ είχε τη δυνατότητα να τον παραχωρήσει στον Ιππία, εξόριστο Αθηναίο τύρρανο (Ηρόδοτος, 5.94.1). Αν οι Μακεδόνες είχαν στην κυριαρχία τους και τον Ανθεμούντα, τότε θα κατείχαν σχετικά πρώιμα και το νότιο τμήμα της Μυγδονίας, επειδή διαφορετικά δεν θα είχαν πρόσβαση σ’ αυτόν. Τα παραπάνω δεδομένα ενισχύουν την άποψη ότι οι Μακεδόνες είχαν καταλάβει μεγάλα τμήματα των περιοχών στα ανατολικά του Αξιού αρκετά χρόνια πριν από την εμφάνιση των Περσών (513 π.Χ.), ενδεχομένως ήδη στο β΄ τέταρτο του 6ου αι. π.Χ.. Έτσι θα είχαν άμεση πρόσβαση στο προσχωματικό χρυσό του Εχέδωρου και θα είχαν τη δυνατότητα μέρος του να τον αποσύρουνστους τάφους των επιφανών νεκρών τους.
Η μακεδονική κοινωνία υπήρξε συντηρητική, στηριγμένη στην αριστοκρατική δομή των γενών με άξονα συνοχής τη βασιλική παρουσία και εξουσία. Χωρίς πολιτειακές και κοινωνικές μεταβολές σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας της και προσκολλημένη στις παραδοσιακές αξίες, διατήρησε πανάρχαιες συνήθειες και θεσμούς που είχαν λησμονηθεί στις δημοκρατικές πολιτείες της νότιας Ελλάδας. Περιτριγυρισμένη από εχθρικά φύλα και με συνεχείς συρράξεις εντός και εκτός συνόρων ήταν ουσιαστικά σε μόνιμη πολεμική κατάσταση, αποτελώντας σύμφωνα με τους αρχαίους ιστορικούς το πρόφραγμα της νότιας Ελλάδας.












Copyright © 2012 Αρχοντικό Πέλλας